- θειοφανής
- θειοφᾰνής, ές,A manifested by the gods, Alex.162.14 (anap., v.l. -παγές).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θειοφανής — θειοφανής, ές (Α) αυτός που φανερώθηκε από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θείο * + φανής (< φαίνω), πρβλ. εμ φανής, προ φανής) … Dictionary of Greek
θειοφανές — θειοφανής manifested by the gods masc/fem voc sg θειοφανής manifested by the gods neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θειο- — (AM) τ. στον οποίο εμφανίζεται η λ. θείος (Ι) ως α συνθετικό και που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στη θεότητα ή προέρχεται απ αυτήν. [ΕΤΥΜΟΛ. ΣΥΝΘ. αρχ. θειογαμία, θειογενής, θειόδαμος, θειόδμητος, θειόδομος, θειολόγος, θειοπαγής,… … Dictionary of Greek